- ορνιθοκόμος
- -ο (Α ὀρνιθοκόμος, -ον)νεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοκόμοςάτομο που ασχολείται συστηματικά με την επιστημονική εκτροφή ορνίθων και, γενικά, πουλερικών, πτηνοτρόφοςαρχ.1. αυτός που εκτρέφει πτηνά2. (το αρσ. ως κύριο ον.) Ὀρνιθοκόμοιτίτλος κωμωδίας τού Αναξίλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.